Ἀρισταγόρης

Ἀρισταγόρης
Ἀρισταγόρης
masc nom sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἀρισταγόρεα — Ἀρισταγόρης masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρισταγόρη — Ἀρισταγόρης masc voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρισταγόρην — Ἀρισταγόρης masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρισταγόρου — Ἀρισταγόρης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρισταγόρῃ — Ἀρισταγόρης masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρισταγόρα — Ἀρισταγόρᾱ , Ἀρισταγόρης masc nom/voc/acc dual Ἀρισταγόρᾱ , Ἀρισταγόρης masc voc sg (attic) Ἀρισταγόρᾱ , Ἀρισταγόρης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρισταγόρας — Ἀρισταγόρᾱς , Ἀρισταγόρης masc acc pl Ἀρισταγόρᾱς , Ἀρισταγόρης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ράβω — ῥάπτω, ΝΜΑ, και ράφτω Ν συνάπτω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα με ραφή (α. «έραψε το τραύμα μου» β. «ἔντοσθεν διὰ βορίας ῥάψε θαμειάς», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. κατασκευάζω ένδυμα για άλλον («η μοδίστρα άρχισε να ράβει το φόρεμά μου») 2. αναθέτω σε …   Dictionary of Greek

  • Ἀρισταγόραν — Ἀρισταγόρᾱν , Ἀρισταγόρης masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρισταγόρεω — Ἀρισταγόρεω̆ , Ἀρισταγόρης masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”